- περιωμιάζω
- περιωμιάζω,A surround with an espalier ([etym.] ὠμία)
, περίβολος περιωμιασμένος PVat.11r
v5 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, περίβολος περιωμιασμένος PVat.11r
v5 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιωμιάζω — Α περιβάλλω με ένδυμα που καλύπτει τους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὠμία «ώμος, πλευρά, γωνία οικοδομήματος» + κατάλ. ίζω] … Dictionary of Greek